χερέα

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek (Liddell-Scott)

χερέα: ἡ, παροιμ., χερέα νερὸν πνίγει με Μ. Ψελλ. ἢ Θ. Πτωχοπροδρ. (ἢ Ἰω. Γλυκᾶς ;) ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. 5, σ. 545. - Καὶ σήμερον λέγομεν· μιὰ χερι- ά. Τοιαῦτα δὲ εἰς έα ἢ ία ἔχομεν πολλά, οἷον. βελονία, δακτυλία, κεφαλία, τσεκουρία, σπαθία, μερία, νυκτία, δροσία, πηδησία, χτυπία, σκουντία, τσιμπιά, σχηματιζόμενα, ὡς βλέπει τις ἐκ τῶν παραδειγμάτων τούτων, ὄχι μόνον ἀπὸ ὀνομάτων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ῥημάτων ὄχι ὅμως ἀπὸ πάντων ἀδιαφόρως, διότι δὲν λέγομεν λ. χερ ’νυχία, ἢ τρυπία ἢ ἀνοιξία, καθ’ ὅσον τοὐλάχιστον ἐγὼ ἠξεύρω, Συναγωγὴ λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
βλ. χεριά.