χθονογηθής

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

German (Pape)

[Seite 1355] ές, sich an irdischen Dingen freuend, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

χθονογηθής: -ές, ὁ εὑρίσκων τέρψιν εἰς τὰ γήϊνα πράγματα, Συνεσ. Ὕμν. 1. 114.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που χαίρεται με τα γήινα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -γηθής (< γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνογηθής, λυρογηθής].