χθονογηθής
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
German (Pape)
[Seite 1355] ές, sich an irdischen Dingen freuend, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
χθονογηθής: -ές, ὁ εὑρίσκων τέρψιν εἰς τὰ γήϊνα πράγματα, Συνεσ. Ὕμν. 1. 114.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που χαίρεται με τα γήινα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -γηθής (< γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνογηθής, λυρογηθής].