χιτίνη
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Greek Monolingual
η, Ν·(βιοχ.) δομικός υδατάνθρακας που απαντά στον εξωσκελετό τών αρθροπόδων, στον οποίο προσδίδει στερεότητα, ανθεκτικότητα και αδιαπερατότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitin < χιτών.