χιτωνίζω

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

German (Pape)

[Seite 1357] mit einem Unterkleide bedecken (?).

Greek (Liddell-Scott)

χῐτωνίζω: καλύπτω διὰ χιτῶνος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ΜΑ χιτών
περιβάλλω με χιτώνα.