χλάνος
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
τὸ περὶ τοὺς τραχήλους δάσος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1358] τὸ περὶ τραχηλοὺς δάσος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χλάνος: τό, μέρος τοῦ τραχήλου ἢ αὐχένος, Ἡσύχ.· - χλανίτιδες, αἱ, περιδέραια, «ὅρμοι παρθένων» ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
-ους, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ περὶ τοὺς τραχήλους δάσος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το θ. χλαν- της λ. χλαῖνα].