χολερώδης

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολερώδης Medium diacritics: χολερώδης Low diacritics: χολερώδης Capitals: ΧΟΛΕΡΩΔΗΣ
Transliteration A: cholerṓdēs Transliteration B: cholerōdēs Transliteration C: cholerodis Beta Code: xolerw/dhs

English (LSJ)

χολερῶδες,
A of the nature of cholera, τρόπος Hp.Coac.524.
2 liable to cause cholera, of pork, Id.Acut. (Sp.)50, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.79.

German (Pape)

[Seite 1363] ες, von der Art der Krankheit χολέρα, ihr ähnlich, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

χολερώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς χολέραν, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 205Ε.

Greek Monolingual

-ες / χολερώδης, -ῶδες, ΝΑ χολέρα
αυτός που μοιάζει με τη χολέρα ως προς τα συμπτώματα
αρχ.
(για χοίρο) ο ικανός να προξενήσει χολέρα.