χολερώδης
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
χολερῶδες,
A of the nature of cholera, τρόπος Hp.Coac.524.
2 liable to cause cholera, of pork, Id.Acut. (Sp.)50, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.79.
German (Pape)
[Seite 1363] ες, von der Art der Krankheit χολέρα, ihr ähnlich, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
χολερώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς χολέραν, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 205Ε.
Greek Monolingual
-ες / χολερώδης, -ῶδες, ΝΑ χολέρα
αυτός που μοιάζει με τη χολέρα ως προς τα συμπτώματα
αρχ.
(για χοίρο) ο ικανός να προξενήσει χολέρα.