χολοπεπτικός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε μη φυσιολογικής επικοινωνίας μεταξύ τών χοληφόρων οδών και του πεπτικού συστήματος (α. «χολοπεπτικό συρίγγιο» β. «χολοπεπτική αναστόμωση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + πεπτικός. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. biliodigestif].