χολωσέμεν

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

French (Bailly abrégé)

inf. f. Act. épq. de χολόω.

Greek Monotonic

χολωσέμεν: Επικ. απαρ. μέλ. του χολόω.