χονδρογενής

From LSJ

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298

Greek Monolingual

-ές, Ν
(για οστό) αυτός που προκύπτει από χόνδρινο πρόπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. οστεογενής].