χοοπλάστης
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
χοοπλάστου, ὁ, (χοῦς B) one who forms of earth, PMag.Par.1.3047.
Greek Monolingual
και χουοπλάστης, -ου, ὁ, Α
αυτός που πλάθει έργα από πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (ΙΙ) «χώμα» + πλάστης (πρβλ. κεραμοπλάστης)].