χοοπλάστης

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοοπλάστης Medium diacritics: χοοπλάστης Low diacritics: χοοπλάστης Capitals: ΧΟΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: chooplástēs Transliteration B: chooplastēs Transliteration C: chooplastis Beta Code: xoopla/sths

English (LSJ)

χοοπλάστου, ὁ, (χοῦς B) one who forms of earth, PMag.Par.1.3047.

Greek Monolingual

και χουοπλάστης, -ου, ὁ, Α
αυτός που πλάθει έργα από πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (ΙΙ) «χώμα» + πλάστης (πρβλ. κεραμοπλάστης)].