Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
η, Ντόπος όπου χορεύουν, χοροστάσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορευτής + κατάλ. -αριά (πρβλ. ψησταριά)].