χορευταριά

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η, Ν
τόπος όπου χορεύουν, χοροστάσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορευτής + κατάλ. -αριά (πρβλ. ψησταριά)].