χουλιάρι
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
το, Ν
1. κουτάλι
2. μτφ. πρόσωπο που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις με κακή διάθεση ή άνθρωπος κουτσομπόλης και συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τη λ. κοχλιάριον «κουτάλι», υποκορ. του κοχλίας, ο οποίος μεταπλάστηκε σε χοχλιάρι / χουχλιάρι, με αφομοίωση του -κ- σε -χ-, και στη συνέχεια σε χουλιάρι, με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου -χ-].