χρίπτω

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek (Liddell-Scott)

χρίπτω: ἐνίοτε εὕρηται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ τοῦ χρίμπτω.

Greek Monolingual

Α
(πιθ. γρφ.) βλ. χρίμπτω.

German (Pape)

χρίμπτω (?).