ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
χρίπτω: ἐνίοτε εὕρηται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ τοῦ χρίμπτω.
Α(πιθ. γρφ.) βλ. χρίμπτω.
= χρίμπτω (?).