χρίπτω

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek (Liddell-Scott)

χρίπτω: ἐνίοτε εὕρηται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ τοῦ χρίμπτω.

Greek Monolingual

Α
(πιθ. γρφ.) βλ. χρίμπτω.

German (Pape)

χρίμπτω (?).