χρίσιμος
From LSJ
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
English (LSJ)
[ῑ], η, ον, used for anointing, Sch.Ar.Pl.529.
Greek (Liddell-Scott)
χρίσῐμος: -η, -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς χρῖσιν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 529.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ χρῖσις
ο κατάλληλος για χρίση.