χρίση
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
Greek Monolingual
η / χρῖσις, -ίσεως, ΝΜΑ χρίω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρίω, επίχριση, επάλειψη
2. επίσημη ανακήρυξη αξιωματούχου, αναγόρευση, ιδίως ηγεμόνα ή επισκόπου
νεοελλ.
1. εκκλ. επάλειψη με άγιο μύρο, χρίσμα
2. μτφ. διορισμός
αρχ.
χρωματισμός επιφάνειας.