χριστέμπορος

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

German (Pape)

[Seite 1377] mit Christus u. seiner Lehre Handel, Wucher treibend, K. S.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
εκκλ. αυτός που κερδίζει χρήματα εκμεταλλευόμενος το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και τη διδασκαλία του, χριστοκάπηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἔμπορος.