πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
ΝΜΑ, και χρόνια Νεπίρρ. βλ. χρόνιος.
χρονίως: спустя долгое время, позднее Pind., Arst.