χρονίως

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και χρόνια Ν
επίρρ. βλ. χρόνιος.

Russian (Dvoretsky)

χρονίως: спустя долгое время, позднее Pind., Arst.