χρονίως
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και χρόνια Ν
επίρρ. βλ. χρόνιος.
Russian (Dvoretsky)
χρονίως: спустя долгое время, позднее Pind., Arst.