χρυσοκανθαρίς
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
v. χρυσοκάνθαρος.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκανθαρίς: -ίδος, ἡ, χρυσῆ κανθαρίς, Ἰω. Σικελ. ἐν Βεκκ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 1432.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Μ
χρυσόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοκάνθαρος + κατάλ. -ίς, -ίδος].