χρυσομανία
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ἡ, Tz. H. 3.301 (pl.), v. χρυσομανής.
Greek Monolingual
ἡ, Μ χρυσομανής
η ιδιότητα του χρυσομανούς.