χυλοποιώ
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
χυλοποιῶ, -έω, ΝΜΑ, και μτγν. τ. παθ. χιλοποιοῦμαι, -έομαι, Α
μεταβάλλω σε χυλό κατά την πέψη
νεοελλ.
πολτοποιώ
αρχ.
παθ. μετατρέπομαι σε χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + -ποιώ].