χωριατοφέρνω
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
Ν
(αμτβ.) έχω κάπως χωριάτικη συμπεριφορά, φέρομαι σαν χωριάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + φέρνω (πρβλ. μικροφέρνω)].