χωριστής
From LSJ
English (LSJ)
χωριστοῦ, ὁ, one who separates, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1388] ὁ, Einer, der trennt, absondert, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χωριστής: -οῦ, ὁ, ὁ χωρίζων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ χωρίζω
αυτός που χωρίζει, που διαχωρίζει.