χωροταξία
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
η, Ν χωροτάκτης
η οργάνωση του γεωγραφικού χώρου, στα εθνικά πλαίσια, κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται η καλύτερη δυνατή κατανομή του πληθυσμού συναρτήσει τών φυσικών πόρων και της ορθολογικής αξιοποίησής τους καθώς και τών οικονομικών δραστηριοτήτων και της προστασίας του περιβάλλοντος.