χωροτάκτης
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
Greek Monolingual
ο, Ν
επιστήμονας ειδικευμένος στην χωροταξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + -τάκτης (< τάσσω), πρβλ. λιποτάκτης.