χύτρειος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A = χυτρεοῦς, χ. πάταγος Id.Lys.329 (lyr.).
II τὰ χυτρεῖα earthenware, pottery, Choerob. in An.Ox.2.278.
German (Pape)
[Seite 1385] = χύτρεος; πάταγος Ar. Lys. 329; – τὰ χύτρεια, irdene Geschirre, Töpfe, Sp., bei Poll. χύτρια.
Russian (Dvoretsky)
χύτρειος: горшечный: πάταγος χ. Arph. звон глиняных сосудов.
Greek (Liddell-Scott)
χύτρειος: -α, -ον, = χυτρεοῦς, χ. πάταγος Ἀριστοφ. Λυσ. 329. ΙΙ. τὰ χυτρεῖα, σκεύη πήλινα, Χοιροβοσκ. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 278.
Greek Monolingual
-εία, -ον, Α χύτρα
αυτός που προέρχεται από πηλό («πατάγου χυτρείου» — θορύβου από πήλινα σκεύη, Αριστοφ.).