χυτρεοῦς

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρεοῦς Medium diacritics: χυτρεοῦς Low diacritics: χυτρεούς Capitals: ΧΥΤΡΕΟΥΣ
Transliteration A: chytreoûs Transliteration B: chytreous Transliteration C: chytreoys Beta Code: xutreou=s

English (LSJ)

οῦν, of earthenware, Ar.Nu. 1474.

German (Pape)

[Seite 1385] ᾶ, οῦν, = Vorigem; θεός Ar. Nub. 1457; Poll. 10, 30. 67.

French (Bailly abrégé)

ῆ, οῦν :
de pot de terre, de poterie, p. ext. d'argile.
Étymologie: χύτρα.

Russian (Dvoretsky)

χυτρεοῦς: глиняный (θεός Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

χυτρεοῦς: οῦν, πήλινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1474· ― ὁ τύπος χύτρεος, συνῃρ. -οῦς, κατακρίνεται ὑπὸ τοῦ Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 675· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 147.

Greek Monolingual

-ᾱ, -οῦν, Α
1. πήλινος («χυτρεοῦν ... θεόν», Αριστοφ.)
2. (σε σχόλ. κώδ.) «χυτρεοῦς
ὁ τροχὸς ἐν ᾧ ἐργάζονται τὰς χύτρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα (πρβλ. κεραμ-εοῦς: κέραμος)].

Greek Monotonic

χυτρεοῦς: -οῦν (χύτρα), πήλινος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χύτρα
of earthenware, Ar.