χῶρι

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

German (Pape)

[Seite 1387] poet. = χωρίς, Callim. frg. 48; vgl. Bast Greg. Cor. p. 332.

Greek (Liddell-Scott)

χῶρι: χωρίς, Καλλ. Ἀποσπ. 48, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, v. 5· πρβλ. μέχρι, ἄχρι, ἀντὶ μέχρις, ἄχρις.