ψαροφάγος

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψαροφάγα, Ν
1. άτομο που τρώει ψάρια συχνά ή που του αρέσουν τα ψάρια
2. ζωολ. το ψαροπούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + -φάγος].