ψαροφάγος

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψαροφάγα, Ν
1. άτομο που τρώει ψάρια συχνά ή που του αρέσουν τα ψάρια
2. ζωολ. το ψαροπούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + -φάγος].