ψαρότοπος

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
θαλάσσια περιοχή όπου αλιεύονται πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + τόπος.