ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
ο, Νθαλάσσια περιοχή όπου αλιεύονται πολλά ψάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + τόπος.