ψευδοκλητεύω

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

German (Pape)

[Seite 1394] ein falscher Zeuge sein, bei einer Anklage, Sp.

French (Bailly abrégé)

déclarer faussement qu'on a assigné qqn en justice.
Étymologie: ψευδής, κλητεύω.

Greek Monolingual

Α
είμαι ψευδοκλητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κλητεύω «μαρτυρώ»].