ψυχοκερδής

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοκερδής: -ές, ὁ κερδαίνων ἢ διατηρῶν τὴν ζωήν, Φιλῆς περὶ Ζῴων 84. 4.

Greek Monolingual

-ές, Μ
ωφέλιμος για την ψυχή και, γενικά, για τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. οἰκοκερδής].