Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
ψῡχοκερδής: -ές, ὁ κερδαίνων ἢ διατηρῶν τὴν ζωήν, Φιλῆς περὶ Ζῴων 84. 4.
-ές, Μωφέλιμος για την ψυχή και, γενικά, για τη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. οἰκοκερδής].