ψυχολέτης
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ψυχολέτου, ὁ, soul-destroyer, ib.211.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχολέτης: -ου, ὁ, ὁ καταστρέφων τὴν ψυχήν, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερισμ. 211.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ψυχοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ολέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ἀνδρολέτης].