ψυχορροφέω
From LSJ
English (LSJ)
(ψυχή)
A suck out the life, Phryn.PS p.128B.; cf. ψυχορόφους.
II (ψῦχος) drink cold water, Pl.Com.259.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχορροφέω: (ψυχὴ) ἐκροφῶ τὴν ψυχήν, «ψυχορροφεῖν: ἐπὶ τοῦ τὴν ψυχὴν ἐκροφεῖν διὰ κακῶν παρουσίαν» Φρύν. ἐν Ἀν. Βεκ. 73. ΙΙ. (ψῡχος) πίνω ψυχρὸν ὕδωρ, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 58· ἴδε Meineke 5, σ. 51.
German (Pape)
[ῡ], auch ψυχοροφέω, abgekühlten Wein schlürfen, Plat. com. bei Phryn. in B.A. 73.