ψυχόδραμα

From LSJ

Λέοντι κρεῖττον ἢ γυναικὶ συμβιοῦν → Melius leonis feminae commercio → Mit einer Löwin lebt's sich besser als einer Frau

Menander, Monostichoi, 327

Greek Monolingual

το, Ν
ψυχαναλυτική μέθοδος διερεύνησης, διάγνωσης και θεραπείας ορισμένων ψυχικών διαταραχών, η οποία συνίσταται σε αυτοσχέδια θεατρική παράσταση, που δίνουν οι ασθενείς υπό την παρακολούθηση ψυχαναλυτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychodrame (< ψυχή + δράμα)].