ψώϊζος
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνθος, δυσωδία, κτλ., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1405] ἡ (vgl. ψώα), nach Hesych. ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνθος, δυσωδία καὶ ἣν καλοῦσι μίνθον, οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα; – nach Andern ψώϊζος adj., = faulig, stinkend.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνθος, δυσωδία καὶ ἣν καλοῦσι μίνθαν
οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα ψώα / ψωΐα].