ψώϊζος

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψώϊζος Medium diacritics: ψώϊζος Low diacritics: ψώιζος Capitals: ΨΩΙΖΟΣ
Transliteration A: psṓïzos Transliteration B: psōizos Transliteration C: psoizos Beta Code: yw/i+zos

English (LSJ)

ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνθος, δυσωδία, κτλ., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ (vgl. ψώα), nach Hesych. ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνθος, δυσωδία καὶ ἣν καλοῦσι μίνθον, οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα; – nach Andern ψώϊζος adj., = faulig, stinkend.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνθος, δυσωδία καὶ ἣν καλοῦσι μίνθαν
οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα ψώα / ψωΐα].