-η, -ο / ὠκύπτερος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που πετά γρήγορα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωκύπτερα
τα μακριά φτερά τών πτερύγων, με τα οποία αυξάνεται η ταχύτητα της πτήσης
αρχ.
μτφ. (για πλοίο) ταχύπλοος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. πολύπτερος].