воин
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Russian > Greek
ἥρως, ἀσπιστής, μαχητής, μάχιμος, πολεμιστής, πτολεμιστής, στρατιώτης, ὁπλοφόρος, λοχίτης, ἀσπίς, ἀσπιδιώτης