грабеж
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
λεία, λῃστικόν, διαρπαγή, ἅρπασμα, ληϊστύς, ἁρπαγμός, ἁρπαγή, ἁρπαγά, λῃστεία, λῃστική, διαφόρησις, ἅρπαξ, λῃστήριον