заступаться
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
Russian > Greek
συνηγορέω, μεταμύνω, ὑπερεντυγχάνω, ὑπερδικέω, ὑπερστατέω, περιέχω, παραιτέομαι