ὑπερστατέω
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
protect, ἡ δίκη γε ξυμμάχων ὑπερστατεῖ A.Supp.343.
German (Pape)
[Seite 1201] = ὑπερίσταμαι, darüber stehen u. beschützen, τινός, Aesch. Suppl. 338.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερστᾰτέω: ὑπερίσταμαι, «προστατεύω», ἡ δίκη γε συμμάχων ὑπερστατεῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 342.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερστᾰτέω: становиться на защиту, заступаться (τινος Aesch.).