захват
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Russian > Greek
αἵρεσις, σύλληψις, ἅλωσις, ἐγκατάληψις, ἀντίληψις, παράληψις, σφετερισμός, κατάληψις, προσαγώγιον, λῆψις