искусственный
From LSJ
Russian > Greek
ἐπιτεχνητός, ἐπίπλαστος, καταπλαστός, ἐπίθετος, πρόσθετος, ποιητός, χειροποίητος, τεχνητός, τυκτός, τεχναστός, βίαιος
ἐπιτεχνητός, ἐπίπλαστος, καταπλαστός, ἐπίθετος, πρόσθετος, ποιητός, χειροποίητος, τεχνητός, τυκτός, τεχναστός, βίαιος