касаться
From LSJ
σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity
Russian > Greek
ἱκνέομαι, ἐφικνέομαι, ἐμπίπτω, κυρέω, προσβάλλω, προτιβάλλω, προσαυρίζω, χραίνω, ἐπιψαύω, ἐπαυρίσκω, κύρω, τείνω, συνικνέομαι, παρακινέω, μάρπτω, ἐφάπτω, ἐπιβάλλω, ἀνήκω