катать

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Russian > Greek

ἐξαλίνδω, ἐγκυλίω, κυλίω, κυλίνδω, κυλινδέω, περικυλίω