козни
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Russian > Greek
ἐνέδρα, ἐπιβούλευμα, κακορραφίη, κακομηχανία, μεθοδεία, τὰ τεκταινόμενα, ἐπίθεσις, πλοκή, πράγμα, πρῆγμα, πρῆχμα, πρᾶξις