красоваться
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Russian > Greek
ἐπαγλαΐζω, ἐναβρύνομαι, ἀντικαλλωπίζομαι, ἀγάλλω, ὡραΐζομαι, ἐγκαλλωπίζομαι
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
ἐπαγλαΐζω, ἐναβρύνομαι, ἀντικαλλωπίζομαι, ἀγάλλω, ὡραΐζομαι, ἐγκαλλωπίζομαι