ἀντικαλλωπίζομαι

From LSJ

Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an

Menander, Monostichoi, 444
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικαλλωπίζομαι Medium diacritics: ἀντικαλλωπίζομαι Low diacritics: αντικαλλωπίζομαι Capitals: ΑΝΤΙΚΑΛΛΩΠΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antikallōpízomai Transliteration B: antikallōpizomai Transliteration C: antikallopizomai Beta Code: a)ntikallwpi/zomai

English (LSJ)

adorn oneself in rivalry with, πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plu.2.406d.

Spanish (DGE)

adornarse para competir πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plu.2.406d.

German (Pape)

[Seite 252] dagegegen schön thun, prunken, πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plut. Pyth. or. 24.

French (Bailly abrégé)

mettre de la coquetterie à faire une chose (τινι) par contraste avec une autre (πρός τι).
Étymologie: ἀντί, καλλωπίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικαλλωπίζομαι: красоваться, рисоваться в ответ: ἀ. πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plut. стараться блистать уже не пышностью (как прежде), а простотой.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικαλλωπίζομαι: ἀνθυπερφρονῶ, ἀντικαλλωπίζεσθαι πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Πλούτ. 2. σ. 406D.

Greek Monolingual

ἀντικαλλωπίζομαι (Α)
στολίζομαι, καμαρώνω κι εγώ.