ἀντικαλλωπίζομαι
Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an
English (LSJ)
adorn oneself in rivalry with, πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plu.2.406d.
Spanish (DGE)
adornarse para competir πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plu.2.406d.
German (Pape)
[Seite 252] dagegegen schön thun, prunken, πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plut. Pyth. or. 24.
French (Bailly abrégé)
mettre de la coquetterie à faire une chose (τινι) par contraste avec une autre (πρός τι).
Étymologie: ἀντί, καλλωπίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικαλλωπίζομαι: красоваться, рисоваться в ответ: ἀ. πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plut. стараться блистать уже не пышностью (как прежде), а простотой.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαλλωπίζομαι: ἀνθυπερφρονῶ, ἀντικαλλωπίζεσθαι πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Πλούτ. 2. σ. 406D.
Greek Monolingual
ἀντικαλλωπίζομαι (Α)
στολίζομαι, καμαρώνω κι εγώ.