ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
νέος, ἀλλόκοτος, ἀεικέλιος, ἀεικής, ἀήθης, καινότροπος, ἔξαλλος, παράτροπος, παράσημος, παράδοξος, ἐπίσημος, ἐξόμιλος, ἔξεδρος, ἀλλόφυλος, ἴδιος, ξένος, καινός