перевод
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Russian > Greek
ἔκδοσις, ἐξήγησις, ἑρμηνεία, μεταγραφή, μετακομιδή, μετάληψις, μετάφρασις
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ἔκδοσις, ἐξήγησις, ἑρμηνεία, μεταγραφή, μετακομιδή, μετάληψις, μετάφρασις