ἔκδοσις
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
ἐκδόσεως, ἡ, Arc. ἔσδοσις IG5(2).6.16:—
A giving up, surrendering, ἱκετέων Hdt.1.159; ὁμηρειῶν ἐκδόσεις εἰς ἀλλήλους Pl.Plt. 310e.
2 giving in marriage, dowering, ἔ. ποιεῖσθαι τῶν θυγατέρων Id.Lg.924d, cf. Arist.Pol.13352 22; τὰς ἐ. τῶν γυναικῶν D.44.66.
3 letting, hiring, or farming out, PPetr.3p.148 (iii B.C.); τὰς ἐ. ἀγοράζειν παρὰ τῶν τιμητῶν Plb. 6.17.4; τὰς ἐ. ποιεῖσθαι IG7.303.27 (Orop.); ἐ. ἱερῶν ἔργων Plu.Cat. Ma.19, cf. IG5(2).l.c.
4 lending money on ships or exported goods, bottomry, D.27.11, 29.35.
5 publication of a book, D.H. Amm.1.10, Ael.Tact.Praef.4: in concrete sense, a 'publication', treatise, A.D.Synt.3.4, 313.6, Iamb.VP23.104.
b edition, of an author's work, Ἀριστοφάνειος Heph.Poëm.p.74C., cf. A.D.Pron.89.22, etc.
c translation, J.AJ12.2.4 (dub.).
II bursting forth, πηγῶν Philostr.Im.2.17; delivery, ἐμβρύου Sor.1.71.
2 motions of the bowels, Archig. ap. Aët.6.27.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἔσδοσις Schwyzer 656.16 (Tegea IV a.C.)
• Grafía: inscr. y pap. frec. graf. ἐγδ-
• Morfología: [gen. -ιος Hdt.1.159]
I ref. a pers.
1 entrega de suplicantes, rehenes, prisioneros, etc. a una autoridad fuera de la ciudad ὡς μὴ ... περὶ ἱκετέων ἐκδόσιος ἔλθητε ἐπὶ τὸ χρηστήριον Hdt.l.c., πρᾶσις καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἔ. Lib.Decl.18.30, οἱ παραβάλλοντες τῇ ἐκδόσει τὴν ἄφεσιν Lib.Decl.22.19, τῶν παίδων App.Pun.92, fig. ref. a cosas ὁμηρειῶν ἐκδόσεσιν εἰς ἀλλήλους con intercambios de prendas como garantía, Pl.Plt.310e
•equiv. a rendición ἑκὼν αὑτὸν εἰς τὴν ἔκδοσιν ἐπέδωκεν Polyaen.5.15, cf. D.H.7.53.4, X.Eph.5.10.11, Lib.Decl.19.40, Sopat.Rh.Tract.145.16, 20, de una ciudad ἐδόκουν ... εἶναι ... τῆς πόλεως ἔκδοσιν App.Pun.77, ἔ. εἰς κόλασιν ἢ πόλεμον· deditio, Gloss.2.289.
2 entrega de la mujer a su futuro marido en la ceremonia en que tiene lugar la constitución de la dote ἐκδόσεις καὶ γάμοι Pl.Plt.310b, πρὸς σωφροσύνην συμφέρει τὰς ἐκδόσεις ποιεῖσθαι πρεσβυτέραις Arist.Pol.1335a22, cf. Poll.3.35
•gener. como resumen del acto de casamiento y sinón. de matrimonio c. o sin gen. obj. τὴν ἔκδοσιν τῶν θυγατέρων ποιεῖσθαι hacer la entrega de las propias hijas, e.e., darlas en matrimonio Pl.Lg.924d, τίνας εἰδέναι τὰ περὶ τὴν ἔκδοσιν μητρὸς ἀνάγκη; Is.8.14, κομίσασθαι τἀμαυτοῦ ... εἰς θυγατρὸς ἔκδοσιν D.40.4, cf. 61, 44.66, IG 22.832.19 (III a.C.), Plu.Num.26, Tim.6, identificado c. la propia dote εἰς ἔκδοσιν ... τῇ ... θυγατρὶ συμβαλέσθαι D.59.69, παρθένων ἐκδόσεις Luc.Dem.Enc.16, cf. SB 13224re.3 (I/II d.C.), Sch.Er.Il.11.226b.
II ref. a cosas
1 salida, brote c. gen. subjet. ψιάς, ἡ κατὰ ληπτὸν τοῦ ὕδατος ἔ. Philox.Gramm.31, τὸ ... θαῦμα τῆς τῶν πηγῶν ἐκδόσεως Philostr.Im.2.17, τῶν ὁρπήκων Cyr.Al.M.71.321B.
2 medic. expulsión c. gen. obj. τοῦ ἐμβρύου Sor.2.2.2, πνευμάτων μετὰ ψόφου διὰ τῆς ἕδρας ἔ. Paul.Aeg.5.8.1
•evacuación c. gen. obj. τῶν περισσωμάτων Sor.2.6a.86, τῶν οὔρων Paul.Aeg.3.45.5
•abs. evacuación del vientre παρακολουθεῖ δ' αὐτοῖς ἔ. συνεχής Archig. en Aët.9.35, cf. 6.27.
III como término legal ref. a compromisos, contratos
1 préstamo a la gruesa τετταράκοντα μνᾶς ἔκδοσιν ἐκδοὺς εἰς Ἄκην Μεγακλείδῃ D.52.20, καὶ ταῦτα μὲν οἴκοι κατέλιπεν πάντα, ναυτικὰ δ' ἑβδομήκοντα μνᾶς, ἔκδοσιν παρὰ Ξούθῳ D.27.11, cf. 29.35, ναυτικοῖς ἐργάζῃ χρήμασιν καὶ ἐκδόσεις δίδως Hyp.Dem.4.16b, ἔ.· τὸ ναυτικὸν δάνεισμα Harp., cf. Poll.3.115, AB 247.21.
2 cesión, contrato de cesión de un esclavo para que aprenda un oficio τῶν ... ἐκδόσεων [τελεσ]μάτων ὄντων πρὸς τ[ὸν] διδάσκαλον POxy.1647.45 (II d.C.)
•contrato de obras o servicios: de construcción PPetr.3.48.10, 11 (III a.C.), de suministro público de ropa, impuesto por el estado δημοσίου ἱματισμοῦ ἔ. BGU 1572.15, cf. PPhilad.10.20 (ambos II d.C.), ἔ. χιτώνων PFouad I Univ.10.10 (III d.C.).
3 desembolso, pago en las cuentas de un establecimiento ἔ. Ὀφελλί[ῳ] ὀβο(λοί) η' SB 12314.6 (II d.C.).
4 adjudicación de trabajos públicos mediante concurso, concurso de adjudicación gener. c. gen. del objeto del contrato εἰ δ' ἄν τις ἐπισυνίστατοι ταῖς ἐσδόσεσι τῶν ἔργων ... ζαμιόντω οἱ ἐσδοτῆρες Schwyzer 656.16 (Tegea IV a.C.), cf. IG 12(9).207.65 (Eretria III a.C.), αἱ πόλεις ... ὅταν ἔκδοσιν ναῶν ἢ κολοσσῶν προγράφωσιν, ἀκροῶνται τῶν τεχνιτῶν ἁμιλλωμένων περὶ τῆς ἐργολαβίας Plu.2.498e, τῆς εἰκόνος IG 12(1).6.6 (Rodas III a.C.), cf. NIS 1.1.14 (III/II a.C.), τῆς στήλης IPr.44.30 (II a.C.), τῆς κατασκευῆς τῶν στεφάνων ISmyrna 578.30 (III/II a.C.)
•en la fórmula γιγνομένης ἐκδόσεως habiendo salido a concurso la contrata γινομένης ἐγδόσεως ὑπὸ τῶν ἐπὶ ταῦτα τεταγμένων ἀρχόντων IG 12(9).236.22 (Eretria II a.C.), cf. 9(2).1109.68 (Magnesia de Tesalia II a.C.)
•en la fórmula τὴν ἔκδοσιν ποιεῖσθαι sacar a concurso de adjudicación contratos públicos τοὺς δὲ αἱρεθέντας (ἄνδρας) ποιεῖσθαι τὴν ἔγδοσιν τῆς εἰκόνος IG 22.1299.39 (Atenas III a.C.), cf. IG 5(2).437.25 (Megalópolis II a.C.), SEG 29.1089.19 (Teangela I a.C.?), οὗ (ναοῦ) τὰν ἔγδοσιν ποιούμενος IG 5(2).515B.b.10 (Licosura I d.C.), ἔπεισεν ἀθρόαν ἔκδοσιν ποιήσασθαι τοῦ νεώ Polyaen.6.51, cf. IOropos 324.27 (III a.C.), SEG 44.934.31 (Magnesia III/II a.C.), IM 98.60 (II a.C.), IPr.119.24 (I a.C.)
•en Roma οἱ μὲν ἀγοράζουσι παρὰ τῶν τιμητῶν αὐτοὶ τὰς ἐκδόσεις de los mancipes que acudían a la locatio de contratos del estado romano, Plb.6.17.2, ἐκδόσεις καὶ μισθώσεις τῶν ἱερῶν καὶ δημοσίων ἔργων Plu.Cat.Ma.19
•fig. φέρε δὴ καὶ ἡμᾶς ἔκδοσίν τινα βίου κακοδαίμονος προκηρύσσειν Plu.2.498e.
5 contrato que regula las condiciones estipuladas en el concurso público (v. supra) καθὼς περιεῖχεν ἡ ἔ. de un contrato que regula el préstamo bancario OGI 484.49 (Pérgamo II d.C.).
6 pago, financiación trad. de lat. editio τῆς πενταετηρίδος IEphesos 43.18 (IV d.C.).
IV ref. a textos escritos
1 exposición, explicación de un tema ἡ δὲ νῦν ῥηθησομένη ἔ. περιέξει τὴν ἐκ τούτων γινομένην σύνταξιν A.D.Synt.3.5, ταῦτα ... ἀρκεῖσθαι τῇ ἐκδόσει χρή Ath.Al.M.27.81C, cf. A.D.Synt.313.6
•exposición oral, presentación pública φασὶ ... πρῶτον δικανικὸν λόγον εἰς ἔκδοσιν γραψάμενον Ἀντιφῶντα Clem.Al.Strom.1.16.79
•interpretación, exégesis ἔχει ... καὶ ἄλλας ἐκδόσεις τὰ προειρημένα Clem.Al.Strom.2.18.87, ἀσεβὴς ... ἡ ἔ. Clem.Al.Strom.6.14.114.
2 edición, publicación ἡ ἔ. τούτων τῶν τεχνῶν la publicación de esos tratados D.H.Amm.1.10.2, ὑπομνήματα ... οὐ πρὸς ἔκδοσιν ἦν γεγονότα Gal.2.217, τοῦτο δὲ γράφεται ... ὑπὸ ... Ἀπολλωνίου ἐν τῇ δευτέρᾳ ἐκδόσει τῆς συγκρίσεως τοῦ δωδεκαέδρου πρὸς τὸ εἰκοσάεδρον Hypsicl.Disp.1, cf. Phld.Piet.2502, Gal.7.670, Iambl.VP 103, ἐπὶ τῇ ἐκδόσει τῆς Μετὰ τὰ φυσικά Simp.in Ph.8.30, cf. Ael.Tact.proem.4, τῷ χρόνῳ δὲ ταῦτα γράψας ἐτήρουν τὴν ἔκδοσιν μετὰ τὸν ἡμέτερον βίον τοῖς φιλολόγοις Adam.1.1
•presentación, entrega de documentos πρὸ ἐκδόσεως τῶν ὑπομνημάτων PLips.38.17 (IV d.C.).
3 concr. texto editado de modo crítico, edición crítica Ἀρτεμίδωρος ... ἔκδοσιν ἐποιήσατο τῶν Ἱπποκράτους βιβλίων Gal.15.21, παρατιθέμενοι καὶ ἐκδόσεις Ὁμηρικάς A.D.Synt.167.11, εἶχε τὸ «ἑῇ» ἐν ταῖς πλείοσιν ἐκδόσεσιν A.D.Synt.157.18, Ζηνόδοτος ἐν τῇ κατ' αὐτὸν ἐκδόσει γράφει ... Ath.12f, ἐν ἐνίαις δὲ τῶν ἐκδόσεων Sch.Er.Il.3.10b, cf. 2.12a, Heph.Sign.3, Poëm.4.8.
4 ref. al AT traducción, versión griega, op. al texto que se traduce y a ἀντίγραφον ‘copia’ ἡ τῶν Ἑβδομήκοντα ἔκδοσις Eus.M.23.252D, cf. 192C, 225A, ἐν τοῖς ἀντιγράφοις τῆς κοινῆς ἐκδόσεως Basil.M.30.277C, cf. Origenes Comm.in Mt.15.14, οὐδὲ ἡ Ἀκύλα καὶ Συμμάχου καὶ Θεοδοτίωνος ἔ. οὐδ' αὐτὴ ἡ Ἑβραϊκὴ γραφή Thdt.Is.19.135, cf. Basil.M.30.137B, Gr.Nyss.Pss.95.20, Epiph.Const.Haer.64.10.1, Thdt.Qu.in 1Re.(p.14).
5 copia oficial, duplicado guardado en archivos públicos καθὼς καὶ διὰ τῆς γενομένης ἐκδόσεως διὰ τ[οῦ χρεο] φυλακίου δηλοῦται MAMA 8.554.3 (Afrodisias, imper.), οὗ ἡ ἔ. ἀπόκειται εἰς τὸ ἀρχεῖον ISmyrna 193.5 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 757] ἡ, das Herausgeben, vgl. ἐκδίδωμι, 1) die Auslieferung, ἱκετέων Her. 1, 159. – 2) Verheiratung, ἔκδοσιν θυγατέρων ποιεῖσθαι, = ἐκδιδόναι, Plat. Legg. XI, 924 c; Dem. 40, 4 u. öfter. – 3) Verdingung, um Etwas machen zu lassen, Pol. 6, 17, 4 u. a. Sp. – 4) Herausgabe, Ausgabe eines Buches, Sp. – 5) Darlehen auf Schiffe oder Waaren, die außer Landes gehen, wie B. A. 247 erkl. wird: τὸ ἔξωθεν τῆς πόλεως δάνεισμα; Harpocr. τὸ ναυτικὸν δάνεισμα; so Dem. παρά τινι, 27, 16 u. öfter; vgl. Böckh Staatshaush. I S. 145.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de produire au dehors, publication;
2 action de faire passer en d'autres mains, action de livrer.
Étymologie: ἐκδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἔκδοσις: εως ἡ
1 выдача (τῶν ἱκετέων Her.): ὁμηρειῶν ἐκδόσεις εἰς ἀλλήλους Plat. обмен ручательствами;
2 выдача замуж (θυγατέρων Plat.; τῶν γυναικῶν Dem., Arst.);
3 сдача в аренду, арендный договор Polyb., Plut.;
4 денежная ссуда Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδοσις: -εως, ἡ, (ἐκδίδωμι) παράδοσις, τῶν ἱκετέων Ἡρόδ. 1. 159· ὁμηρειῶν εἰς ἀλλήλους Πλάτ. Πολιτικ. 310Ε.
2) τὸ διδόναι εἰς γάμον, νύμφευσις, ἔκδοσιν ποιεῖσθαι θυγατέρων ὁ αὐτ. Νόμ. 924C, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 8· τὰς ἐκδ. τῶν γυναικῶν Δημ. 1100. 7, κτλ.
3) μίσθωσις, ἐνοικίασις, Πολύβ. 6. 17, 4· τὰς ἐγδόσεις ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 27. 4) τὸ ἐπὶ ναυσὶ καὶ φορτίοις διδόμενον δάνεισμα, «ναυτοδάνειον», Δημ. 816. 27, 354. 16, κτλ.· πρβλ. Βοικχίου Πολιτ. Οἰκ. Ἀθην. 1. 176. 5) ἔκδοσις, δημοσίευσις βιβλίου, Γραμμ.
Greek Monotonic
ἔκδοσις: -εως, ἡ (ἐκδίδωμι),
1. εγκατάλειψη, παράδοση, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. παράδοση, συνόδευση σε γάμο, στον ίδ.
3. δανεισμός χρημάτων για πλοία ή εξαγόμενα προϊόντα, ναυτοδάνειο, σε Δημ.
Middle Liddell
ἔκδοσις, εως ἐκδίδωμι
1. a giving out or up, surrendering, Hdt., Plat.
2. a giving in marriage, portioning out, Plat.
3. a lending money on ships or exported goods, bottomry, Dem.
English (Woodhouse)
Translations
publication
Afrikaans: publikasie; Arabic: نَشْر; Belarusian: публiкацыя, апублікаванне, абнародванне; Bulgarian: публикуване, обнародване; Catalan: publicació; Chinese Mandarin: 出版, 發表/发表, 發行/发行; Czech: publikování; Dutch: publicatie; Esperanto: publikigo; Finnish: julkistus; French: publication; Galician: publicación; German: Veröffentlichung; Greek: έκδοση; Ancient Greek: δημοσίευσις, ἔκδοσις, ἔσδοσις; Hindi: प्रकाशन; Hungarian: kiadás, publikálás; Irish: foilsitheoireacht, foilsiú; Italian: pubblicazione; Japanese: 出版, 刊行, 発行; Korean: 출판(出版), 간행(刊行), 발행(發行); Malay: penerbitan; Malayalam: പ്രസിദ്ധീകരണം; Occitan: publicacion; Polish: publikacja; Portuguese: publicação; Romanian: publicare; Russian: публикация, опубликование, обнародование; Scottish Gaelic: foillseachadh; Spanish: publicación; Swedish: publicering; Thai: การตีพิมพ์; Ukrainian: публікація, опублікування, обнародування
translation
Afrikaans: vertaling; Albanian: përkthim; Amharic: ትርጉም; Antillean Creole: twadiksyon; Arabic: تَرْجَمَة; Armenian: թարգմանություն; Assamese: ভাঙনি, অনুবাদ, তৰ্জমা; Asturian: traducción; Azerbaijani: tərcümə; Bashkir: тәржемә; Basque: itzulpen; Belarusian: пераклад; Bengali: অনুবাদ, তর্জমা; Bikol Central: palis; Bulgarian: превод; Burmese: ယောဇနာ; Buryat: оршуулга; Carpathian Rusyn: переклад; Catalan: traducció; Chechen: гоч дар; Chinese Cantonese: 翻譯/翻译; Dungan: фанйи; Hakka: 翻譯/翻译; Mandarin: 翻譯/翻译; Min Dong: 翻譯/翻译; Min Nan: 翻譯/翻译; Wu: 翻譯/翻译; Czech: překládání, překlad; Danish: oversættelse; Dolgan: тулмаас, тылбаас; Dutch: vertaling; Esperanto: traduko; Estonian: tõlge, tõlkimine; Finnish: kääntäminen; French: traduction, translation; Galician: tradución; Georgian: თარგმნა; German: Übersetzung, Übersetzen; Greek: μετάφραση; Ancient Greek: ἔκδοσις, ἐξήγησις, ἑρμηνεία, μεταγραφή, μετακομιδή, μετάληψις, μετάφρασις; Gujarati: અનુવાદ, ભાષાંતર; Hawaiian: unuhina; Hebrew: תַּרְגּוּם; Hindi: अनुवाद, भाषांतर, तर्जुमा; Hungarian: fordítás; Icelandic: þýðing; Ido: traduko; Indonesian: penerjemahan, alih bahasa; Interlingua: traduction; Irish: aistriú; Italian: traduzione; Japanese: 翻訳; Kannada: ಅನುವಾದ, ಭಾಷಾಂತರ; Kazakh: аударма; Khakas: тiлбес; Khmer: ការបកប្រែ, ការប្រែ; Korean: 번역(飜譯); Kurdish Central Kurdish: وەرگێڕ; Northern Kurdish: werger; Kyrgyz: котормо; Lao: ຄຳແປ, ການແປ; Latin: translatio, interpretatio; Latvian: tulkošana, tulkojums; Lithuanian: vertimas; Luxembourgish: Iwwersetzung; Macedonian: превод, преведување; Malay: penterjemahan; Malayalam: വിവർത്തനം, തർജ്ജമ, പരിഭാഷ; Maltese: traduzzjoni; Maori: whakamāoritanga; Marathi: अनुवाद, भाषांतर; Middle English: translatynge, translacioun; Mongolian Cyrillic: орчуулга; Mongolian: ᠣᠷᠴᠢᠭᠤᠯᠭᠠ; Moroccan Amazigh: ⴰⵙⵓⵖⵍ; Navajo: saad náánáłahdę́ę́ʼ saad bee áńdaalneʼ; Nepali: अनुवाद; Norwegian Bokmål: oversettelse; Nynorsk: omsetjing, omsetting; Occitan: traduccion; Odia: ଅନୁବାଦ, ତରଜମା; Old English: wending; Ottoman Turkish: ترجمه; Pashto: ترجمه, ژباړنه; Pennsylvania German: Iwwersetzing; Persian Iranian Persian: تَرْجُمِه, بَرْگَرْدان; Classical Persian: تَرْجُمَه, بَرْگَرْدَان; Plautdietsch: Äwasatunk; Poitevin-Saintongeais: tranlaciun; Polish: tłumaczenie, przekład inan; Portuguese: tradução; Punjabi: ਉਲਥਾ, ਅਨੁਵਾਦ, ਤਰਜਮਾ; Romanian: traducere, translatare; Russian: перевод; Sanskrit: अनुवाद, भाषान्तरण; Sardinian: tradutzione; Scots: translation; Scottish Gaelic: eadar-theangachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: превод, пријевод; Roman: prévod, prijévod; Sicilian: traduzzioni, traduzioni; Sinhalese: පරිවර්තනය; Slovak: preklad, prekladanie; Slovene: prevajanje; Somali: turjun; Spanish: traducción; Swahili: tafsiri class; Swedish: översättning; Tagalog: pagsasalin; Tajik: тарҷума; Tamil: மொழிபெயர்ப்பு; Tatar: тәрҗемә; Telugu: అనువాదము; Thai: การแปล; Tibetan: བསྒྱུར་པ; Tigrinya: ትርጉም; Turkish: çeviri, tercüme; Turkmen: terjime; Ukrainian: переклад; Urdu: تَرْجَمَہ, اَنُواد; Uyghur: تەرجىمە; Uzbek: tarjima; Vietnamese: sự thông dịch, phiên dịch; Volapük: tradut, tradutam; Walloon: tradujhaedje, ratournaedje; Welsh: cyfieithu; West Frisian: oersetting; Yakut: тылбаас; Yiddish: איבערזעצונג